Definify.com
Definition 2024
γεμιστός
γεμιστός
Greek
Adjective
γεμιστός • (gemistós) m (feminine γεμιστή, neuter γεμιστό)
- (cooking) stuffed
- συνταγές για κοτόπουλο γεμιστό (recipes for stuffed chicken)
- τα γεμιστά και με ρύζι basmati ((vegetables) stuffed with Basmati rice)
Declension
positive forms of γεμιστός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεμιστός | γεμιστή | γεμιστό | γεμιστοί | γεμιστές | γεμιστά |
genitive | γεμιστού | γεμιστής | γεμιστού | γεμιστών | γεμιστών | γεμιστών |
accusative | γεμιστό | γεμιστή | γεμιστό | γεμιστούς | γεμιστές | γεμιστά |
vocative | γεμιστέ | γεμιστή | γεμιστό | γεμιστοί | γεμιστές | γεμιστά |