Definify.com

Definition 2024


γεροντότερη

γεροντότερη

Greek

Adjective

γεροντότερη (gerontóteri)

  1. Nominative feminine singular form of γεροντότερος (gerontóteros).
  2. Accusative feminine singular form of γεροντότερος (gerontóteros).
  3. Vocative feminine singular form of γεροντότερος (gerontóteros).