Definify.com
Definition 2024
γεροντότερος
γεροντότερος
Greek
Adjective
γεροντότερος • (gerontóteros)
Declension
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεροντότερος | γεροντότερη | γεροντότερο | γεροντότεροι | γεροντότερες | γεροντότερα |
genitive | γεροντότερου | γεροντότερης | γεροντότερου | γεροντότερων | γεροντότερων | γεροντότερων |
accusative | γεροντότερο | γεροντότερη | γεροντότερο | γεροντότερους | γεροντότερες | γεροντότερα |
vocative | γεροντότερε | γεροντότερη | γεροντότερο | γεροντότεροι | γεροντότερες | γεροντότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο γεροντότερος", etc) |