Definify.com
Definition 2024
γεροντότεροι
γεροντότεροι
Greek
Adjective
γεροντότεροι • (gerontóteroi)
- Nominative masculine plural form of γεροντότερος (gerontóteros).
- Vocative masculine plural form of γεροντότερος (gerontóteros).
γεροντότεροι • (gerontóteroi)