Definify.com
Definition 2024
γεωγραφικός
γεωγραφικός
Greek
Adjective
γεωγραφικός • (geografikós) m (feminine γεωγραφική, neuter γεωγραφικό)
Declension
positive forms of γεωγραφικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεωγραφικός | γεωγραφική | γεωγραφικό | γεωγραφικοί | γεωγραφικές | γεωγραφικά |
genitive | γεωγραφικού | γεωγραφικής | γεωγραφικού | γεωγραφικών | γεωγραφικών | γεωγραφικών |
accusative | γεωγραφικό | γεωγραφική | γεωγραφικό | γεωγραφικούς | γεωγραφικές | γεωγραφικά |
vocative | γεωγραφικέ | γεωγραφική | γεωγραφικό | γεωγραφικοί | γεωγραφικές | γεωγραφικά |
Related terms
- αγεωγράφητος (ageográfitos, “ungeographic”)