Definify.com
Definition 2024
Γεωργιανός
Γεωργιανός
See also: γεωργιανός
Greek
Noun
Γεωργιανός • (Georgianós) m (plural Γεωργιανοί, feminine Γεωργιανή)
Declension
declension of Γεωργιανός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Γεωργιανός | Γεωργιανοί |
genitive | Γεωργιανού | Γεωργιανών |
accusative | Γεωργιανό | Γεωργιανούς |
vocative | Γεωργιανέ | Γεωργιανοί |
Related terms
- see: Γεωργία f (Georgía, “Georgia”)
γεωργιανός
γεωργιανός
See also: Γεωργιανός
Greek
Adjective
γεωργιανός • (georgianós) m (feminine γεωργιανή, neuter γεωργιανό)
Declension
positive forms of γεωργιανός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γεωργιανός | γεωργιανή | γεωργιανό | γεωργιανοί | γεωργιανές | γεωργιανά |
genitive | γεωργιανού | γεωργιανής | γεωργιανού | γεωργιανών | γεωργιανών | γεωργιανών |
accusative | γεωργιανό | γεωργιανή | γεωργιανό | γεωργιανούς | γεωργιανές | γεωργιανά |
vocative | γεωργιανέ | γεωργιανή | γεωργιανό | γεωργιανοί | γεωργιανές | γεωργιανά |
Related terms
- see: Γεωργία f (Georgía, “Georgia”)