Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
γηγενής
γηγενής
Greek
Adjective
γηγενής
•
(
gigenís
)
m
(
feminine
γηγενής
,
neuter
γηγενές
)
native
,
indigenous
Declension
positive forms of
γηγενής
number
case / gender
singular
plural
masculine
feminine
neuter
masculine
feminine
neuter
nominative
γηγενής
γηγενής
γηγενές
γηγενείς
γηγενείς
γηγενή
genitive
γηγενούς
γηγενούς
γηγενούς
γηγενών
γηγενών
γηγενών
accusative
γηγενή
γηγενή
γηγενές
γηγενείς
γηγενείς
γηγενή
Synonyms
αυτόχθων
(
aftóchthon
)
Similar Results