Definify.com
Definition 2024
γκαρσόνι
γκαρσόνι
Greek
Alternative forms
- γκαρσόν n (nkarsón)
Noun
γκαρσόνι • (nkarsóni) m (plural γκαρσόνια, feminine γκαρσόνα)
Declension
declension of γκαρσόνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γκαρσόνι | γκαρσόνια |
genitive | γκαρσονιού | γκαρσονιών |
accusative | γκαρσόνι | γκαρσόνια |
vocative | γκαρσόνι | γκαρσόνια |
Synonyms
- σερβιτόρος m (servitóros)
See also
- σερβιτόρα f (servitóra)