Definify.com
Definition 2024
σερβιτόρος
σερβιτόρος
Greek
Noun
σερβιτόρος • (servitóros) m (plural σερβιτόροι, feminine σερβιτόρα)
Declension
declension of σερβιτόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σερβιτόρος | σερβιτόροι |
genitive | σερβιτόρου | σερβιτόρων |
accusative | σερβιτόρο | σερβιτόρους |
vocative | σερβιτόρε | σερβιτόροι |
Related terms
- see: σερβίρω (servíro, “to serve”)