Definify.com
Definition 2024
οινοχόος
οινοχόος
See also: οἰνοχόος
Greek
Noun
οινοχόος • (oinochóos) m (plural οινοχόοι)
Declension
declension of οινοχόος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οινοχόος | οινοχόοι |
genitive | οινοχόου | οινοχόων |
accusative | οινοχόο | οινοχόους |
vocative | οινοχόε | οινοχόοι |
Synonyms
- (barman): μπάρμαν n (bárman)
- (barman): σερβιτόρος m (servitóros)