Definify.com
Definition 2024
γλουταμίνη
γλουταμίνη
Greek
Noun
γλουταμίνη • (gloutamíni) f (uncountable)
- (biochemistry) glutamine (amino acid)
Declension
Declension of γλουταμίνη (gloutamíni)
singular | |
---|---|
nominative | γλουταμίνη |
genitive | γλουταμίνης |
accusative | γλουταμίνη |
vocative | γλουταμίνη |
Coordinate terms
- Amino acids (appendix)