Definify.com
Definition 2024
γλωσσοδέτης
γλωσσοδέτης
Greek
Noun
γλωσσοδέτης • (glossodétis) m (plural γλωσσοδέτες)
Declension
declension of γλωσσοδέτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλωσσοδέτης | γλωσσοδέτες |
genitive | γλωσσοδέτη | γλωσσοδετών |
accusative | γλωσσοδέτη | γλωσσοδέτες |
vocative | γλωσσοδέτη | γλωσσοδέτες |
External links
- (tongue-twister): γλωσσοδέτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el