Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


γλωσσολογικός

γλωσσολογικός

Greek

Adjective

γλωσσολογικός • ‎(glossologikós) m ‎(feminine γλωσσολογική, neuter γλωσσολογικό)

  1. linguistical
  2. philological

Declension

positive forms of γλωσσολογικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γλωσσολογικός γλωσσολογική γλωσσολογικό γλωσσολογικοί γλωσσολογικές γλωσσολογικά
genitive γλωσσολογικού γλωσσολογικής γλωσσολογικού γλωσσολογικών γλωσσολογικών γλωσσολογικών
accusative γλωσσολογικό γλωσσολογική γλωσσολογικό γλωσσολογικούς γλωσσολογικές γλωσσολογικά
vocative γλωσσολογικέ γλωσσολογική γλωσσολογικό γλωσσολογικοί γλωσσολογικές γλωσσολογικά

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms