Definify.com
Definition 2024
γλύκισμα
γλύκισμα
Greek
Noun
γλύκισμα • (glýkisma) n (plural γλυκίσματα)
Declension
declension of γλύκισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλύκισμα | γλυκίσματα |
genitive | γλυκίσματος | γλυκισμάτων |
accusative | γλύκισμα | γλυκίσματα |
vocative | γλύκισμα | γλυκίσματα |
Synonyms
- γλυκό n (glykó)