Definify.com
Definition 2024
γνωστικισμός
γνωστικισμός
Greek
Noun
γνωστικισμός • (gnostikismós) m (uncountable)
Declension
Declension of γνωστικισμός (gnostikismós)
singular | |
---|---|
nominative | γνωστικισμός |
genitive | γνωστικισμού |
accusative | γνωστικισμό |
vocative | γνωστικισμέ |
External links
- γνωστικισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el