Definify.com
Definition 2024
γνωστικός
γνωστικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /ɣnostikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /ɣnostikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /ɣnostikós/
Adjective
γνωστικός • (gnōstikós) m (feminine γνωστική, neuter γνωστικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of γνωστικός, γνωστική, γνωστικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | γνωστικός | γνωστική | γνωστικόν | γνωστικώ | γνωστικᾱ́ | γνωστικώ | γνωστικοί | γνωστικαί | γνωστικᾰ́ | |||
Genitive | γνωστικοῦ | γνωστικῆς | γνωστικοῦ | γνωστικοῖν | γνωστικαῖν | γνωστικοῖν | γνωστικῶν | γνωστικῶν | γνωστικῶν | |||
Dative | γνωστικῷ | γνωστικῇ | γνωστικῷ | γνωστικοῖν | γνωστικαῖν | γνωστικοῖν | γνωστικοῖς | γνωστικαῖς | γνωστικοῖς | |||
Accusative | γνωστικόν | γνωστικήν | γνωστικόν | γνωστικώ | γνωστικᾱ́ | γνωστικώ | γνωστικούς | γνωστικᾱ́ς | γνωστικᾰ́ | |||
Vocative | γνωστικέ | γνωστική | γνωστικόν | γνωστικώ | γνωστικᾱ́ | γνωστικώ | γνωστικοί | γνωστικαί | γνωστικᾰ́ | |||
Related terms
Related terms
|
|
|
References
- γνωστικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- γνωστικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «γνωστικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «γνωστικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)