Definify.com
Definition 2025
διαγνωστικός
διαγνωστικός
Greek
Adjective
διαγνωστικός • (diagnostikós) m (feminine διαγνωστική, neuter διαγνωστικό)
Declension
 positive forms of διαγνωστικός
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαγνωστικός | διαγνωστική | διαγνωστικό | διαγνωστικοί | διαγνωστικές | διαγνωστικά | 
| genitive | διαγνωστικού | διαγνωστικής | διαγνωστικού | διαγνωστικών | διαγνωστικών | διαγνωστικών | 
| accusative | διαγνωστικό | διαγνωστική | διαγνωστικό | διαγνωστικούς | διαγνωστικές | διαγνωστικά | 
| vocative | διαγνωστικέ | διαγνωστική | διαγνωστικό | διαγνωστικοί | διαγνωστικές | διαγνωστικά | 
Related terms
- διάγνωση f (diágnosi, “diagnosis”)