Definify.com
Definition 2025
διαγνωστικού
διαγνωστικού
Greek
Adjective
διαγνωστικού • (diagnostikoú)
- Genitive masculine singular form of διαγνωστικός (diagnostikós).
- Genitive neuter singular form of διαγνωστικός (diagnostikós).
διαγνωστικού • (diagnostikoú)