Definify.com
Definition 2024
δίπλωμα_οδήγησης
δίπλωμα οδήγησης
Greek
Noun
δίπλωμα οδήγησης • (díploma odígisis) n (plural διπλώματα οδήγησης)
- (UK, Ireland, India, Malta, Pakistan): driving licence
- (Australia, Canada, New Zealand): driver's licence
- (US): driver's license
Synonyms
- άδεια οδήγησης f (ádeia odígisis)
- δίπλωμα n (díploma)