Definify.com
Definition 2024
οδήγηση
οδήγηση
Greek
Noun
οδήγηση • (odígisi) f (plural οδηγήσεις)
Declension
declension of οδήγηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οδήγηση | οδηγήσεις |
genitive | οδήγησης / οδηγήσεως | — |
accusative | οδήγηση | οδηγήσεις |
vocative | οδήγηση | οδηγήσεις |
Derived terms
- άδεια οδήγησης f (ádeia odígisis, “driving licence”)
- δοκιμαστική οδήγηση f (dokimastikí odígisi, “test drive”)