Definify.com
Definition 2024
δανικός
δανικός
Greek
Adjective
δανικός • (danikós) m (feminine δανική, neuter δανικό)
- Danish (related to the country, people or language)
Declension
positive forms of δανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δανικός | δανική | δανικό | δανικοί | δανικές | δανικά |
genitive | δανικού | δανικής | δανικού | δανικών | δανικών | δανικών |
accusative | δανικό | δανική | δανικό | δανικούς | δανικές | δανικά |
vocative | δανικέ | δανική | δανικό | δανικοί | δανικές | δανικά |
Synonyms
- δανέζικος (danézikos)
Related terms
- see: Δανία f (Danía, “Denmark”)