Definify.com
Definition 2024
δεδικασμένο
δεδικασμένο
Greek
Noun
δεδικασμένο • (dedikasméno) n (plural δεδικασμένα)
- (law) precedent (prior judgment)
Declension
declension of δεδικασμένο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δεδικασμένο | δεδικασμένα |
genitive | δεδικασμένου | δεδικασμένων |
accusative | δεδικασμένο | δεδικασμένα |
vocative | δεδικασμένο | δεδικασμένα |
Synonyms
- προηγούμενο n (proigoúmeno)