Definify.com
Definition 2024
προηγούμενο
προηγούμενο
Greek
Noun
προηγούμενο • (proigoúmeno) n (plural προηγούμενα)
Declension
declension of προηγούμενο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προηγούμενο | προηγούμενα |
genitive | προηγούμενου | προηγούμενων |
accusative | προηγούμενο | προηγούμενα |
vocative | προηγούμενο | προηγούμενα |
Synonyms
- δεδικασμένο n (dedikasméno, “precedent, prior judgement”)