Definify.com
Definition 2024
δειγματίζομαι
δειγματίζομαι
Greek
Verb
δειγματίζομαι • (deigmatízomai) (simple past δειγματίστηκα, active form δειγματίζω, passive)
- passive of δειγματίζω (deigmatízo)
Conjugation
δειγματίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | δειγματίζομαι | θα δειγματίζομαι | δειγματιζόμουν, δειγματιζόμουνα |
2nd person | δειγματίζεσαι | θα δειγματίζεσαι | δειγματιζόσουν, δειγματιζόσουνα | |
3rd person | δειγματίζεται | θα δειγματίζεται | δειγματιζόταν, δειγματιζότανε | |
1st person | pl | δειγματιζόμαστε | θα δειγματιζόμαστε | δειγματιζόμασταν, δειγματιζόμαστε2 |
2nd person | δειγματίζεστε, δειγματιζόσαστε1 | θα δειγματίζεστε, δειγματιζόσαστε1 | δειγματιζόσασταν, δειγματιζόσαστε2 | |
3rd person | δειγματίζονται | θα δειγματίζονται | δειγματίζονταν, δειγματιζόντανε, δειγματιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | δειγματιστώ | θα δειγματιστώ | δειγματίστηκα |
2nd person | δειγματιστείς | θα δειγματιστείς | δειγματίστηκες | |
3rd person | δειγματιστεί | θα δειγματιστεί | δειγματίστηκε | |
1st person | pl | δειγματιστούμε | θα δειγματιστούμε | δειγματιστήκαμε |
2nd person | δειγματιστείτε | θα δειγματιστείτε | δειγματιστήκατε | |
3rd person | δειγματιστούν, δειγματιστούνε | θα δειγματιστούν, θα δειγματιστούνε | δειγματίστηκαν, δειγματιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | δειγματίσου | |
2nd person | pl | —3 | δειγματιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω δειγματιστεί, έχεις δειγματιστεί έχει δειγματιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω δειγματιστεί, θα έχεις δειγματιστεί, θα έχει δειγματιστεί, … | |||
Past perfect | είχα δειγματιστεί, είχες δειγματιστεί, είχε δειγματιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||