Definify.com

Definition 2024


δειγματίζομαι

δειγματίζομαι

Greek

Verb

δειγματίζομαι (deigmatízomai) (simple past δειγματίστηκα, active form δειγματίζω, passive)

  1. passive of δειγματίζω (deigmatízo)

Conjugation