Definify.com
Definition 2024
δεικτική_αντωνυμία
δεικτική αντωνυμία
Greek
Noun
δεικτική αντωνυμία • (deiktikí antonymía) f (plural δεικτικές αντωνυμίες)
Related terms
- see: αντωνυμία f (antonymía, “pronoun”)
δεικτική αντωνυμία • (deiktikí antonymía) f (plural δεικτικές αντωνυμίες)