Definify.com
Definition 2024
δεικτικός
δεικτικός
Ancient Greek
Adjective
δεικτῐκός • (deiktikós) m (feminine δεικτῐκή, neuter δεικτῐκόν); first/second declension
- (logic, of a syllogism) able to be reduced (to a simpler or clearer form)
- (of a statement) categorical
- (grammar) demonstrative
Declension
Number | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | ||||
Nominative | δεικτῐκός | δεικτῐκή | δεικτῐκόν | δεικτῐκώ | δεικτῐκᾱ́ | δεικτῐκώ | δεικτῐκοί | δεικτῐκαί | δεικτῐκᾰ́ | ||||
Genitive | δεικτῐκοῦ | δεικτῐκῆς | δεικτῐκοῦ | δεικτῐκοῖν | δεικτῐκαῖν | δεικτῐκοῖν | δεικτῐκῶν | δεικτῐκῶν | δεικτῐκῶν | ||||
Dative | δεικτῐκῷ | δεικτῐκῇ | δεικτῐκῷ | δεικτῐκοῖν | δεικτῐκαῖν | δεικτῐκοῖν | δεικτῐκοῖς | δεικτῐκαῖς | δεικτῐκοῖς | ||||
Accusative | δεικτῐκόν | δεικτῐκήν | δεικτῐκόν | δεικτῐκώ | δεικτῐκᾱ́ | δεικτῐκώ | δεικτῐκούς | δεικτῐκᾱ́ς | δεικτῐκᾰ́ | ||||
Vocative | δεικτῐκέ | δεικτῐκή | δεικτῐκόν | δεικτῐκώ | δεικτῐκᾱ́ | δεικτῐκώ | δεικτῐκοί | δεικτῐκαί | δεικτῐκᾰ́ | ||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | ||||||||||
δεικτῐκῶς | δεικτῐκώτερος | δεικτῐκώτᾰτος | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
Descendants
References
- δεικτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
Greek
Etymology
Inherited from the Ancient Greek δεικτῐκός (deiktikós).
Pronunciation
- Homophone: δηκτικός (diktikós)
Adjective
δεικτικός • (deiktikós) m (feminine δεικτική, neuter δεικτικό)
- indicating
- (grammar) demonstrative
- δεικτική αντωνυμία (demonstrative pronoun)
Declension
positive forms of δεικτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δεικτικός | δεικτική | δεικτικό | δεικτικοί | δεικτικές | δεικτικά |
genitive | δεικτικού | δεικτικής | δεικτικού | δεικτικών | δεικτικών | δεικτικών |
accusative | δεικτικό | δεικτική | δεικτικό | δεικτικούς | δεικτικές | δεικτικά |
vocative | δεικτικέ | δεικτική | δεικτικό | δεικτικοί | δεικτικές | δεικτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δεικτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δεικτικός, etc.) |
Derived terms
- δεικτική αντωνυμία f (deiktikí antonymía, “demonstrative pronoun”)
See also
- εκδηλωτικός (ekdilotikós, “demonstrative”) (person)