Definify.com
Definition 2024
εκδηλωτικός
εκδηλωτικός
Greek
Adjective
εκδηλωτικός • (ekdilotikós) m (feminine εκδηλωτική, neuter εκδηλωτικό)
Declension
positive forms of εκδηλωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκδηλωτικός | εκδηλωτική | εκδηλωτικό | εκδηλωτικοί | εκδηλωτικές | εκδηλωτικά |
genitive | εκδηλωτικού | εκδηλωτικής | εκδηλωτικού | εκδηλωτικών | εκδηλωτικών | εκδηλωτικών |
accusative | εκδηλωτικό | εκδηλωτική | εκδηλωτικό | εκδηλωτικούς | εκδηλωτικές | εκδηλωτικά |
vocative | εκδηλωτικέ | εκδηλωτική | εκδηλωτικό | εκδηλωτικοί | εκδηλωτικές | εκδηλωτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκδηλωτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκδηλωτικός, etc.) |
See also
- δεικτικός (deiktikós, “demonstrative”) (grammar)