Definify.com
Definition 2024
εκδηλωτικού
εκδηλωτικού
Greek
Adjective
εκδηλωτικού • (ekdilotikoú)
- Genitive masculine singular form of εκδηλωτικός (ekdilotikós).
- Genitive neuter singular form of εκδηλωτικός (ekdilotikós).
εκδηλωτικού • (ekdilotikoú)