Definify.com

Definition 2024


δεντροτσομπανάκοι

δεντροτσομπανάκοι

Greek

Noun

δεντροτσομπανάκοι (dentrotsompanákoi) m

  1. Nominative and vocative plural form of δεντροτσομπανάκος (dentrotsompanákos).