Definify.com
Definition 2024
δεντροτσομπανάκος
δεντροτσομπανάκος
Greek
Noun
δεντροτσομπανάκος • (dentrotsompanákos) m (plural δεντροτσομπανάκοι)
- Alternative form of δεντροτσοπανάκος (dentrotsopanákos)
Declension
declension of δεντροτσομπανάκος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δεντροτσομπανάκος | δεντροτσομπανάκοι |
genitive | δεντροτσομπανάκου | δεντροτσομπανάκων |
accusative | δεντροτσομπανάκο | δεντροτσομπανάκους |
vocative | δεντροτσομπανάκε | δεντροτσομπανάκοι |