Definify.com
Definition 2024
δερματοστιξία
δερματοστιξία
Greek
Noun
δερματοστιξία • (dermatostixía) f (uncountable)
- tattoo (skin marking)
Declension
Declension of δερματοστιξία (dermatostixía)
singular | |
---|---|
nominative | δερματοστιξία |
genitive | δερματοστιξίας |
accusative | δερματοστιξία |
vocative | δερματοστιξία |
Synonyms
- τατουάζ n (tatouáz)