Definify.com
Definition 2024
δημοσιεύομαι
δημοσιεύομαι
Greek
Verb
δημοσιεύομαι • (dimosiévomai) (simple past δημοσιεύτηκα or δημοσιεύθηκα, active form δημοσιεύω, passive)
- passive of δημοσιεύω (dimosiévo)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.