Definify.com
Definition 2025
δημοσιεύω
δημοσιεύω
Greek
Verb
δημοσιεύω • (dimosiévo) (simple past δημοσίευσα, passive form δημοσιεύομαι)
Conjugation
δημοσιεύω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | δημοσιεύω | δημοσίευα | θα δημοσιεύω | να δημοσιεύω | |
| 2s | δημοσιεύεις | δημοσίευες | θα δημοσιεύεις | να δημοσιεύεις | δημοσίευε |
| 3s | δημοσιεύει | δημοσίευε | θα δημοσιεύει | να δημοσιεύει | |
| 1p | δημοσιεύουμε, δημοσιεύομε | δημοσιεύαμε | θα δημοσιεύουμε, δημοσιεύομε | να δημοσιεύουμε, δημοσιεύομε | |
| 2p | δημοσιεύετε | δημοσιεύατε | θα δημοσιεύετε | να δημοσιεύετε | δημοσιεύετε |
| 3p | δημοσιεύουν, δημοσιεύουνε | δημοσίευαν, δημοσιεύαν, δημοσιεύανε | θα δημοσιεύουν, δημοσιεύουνε | να δημοσιεύουν, δημοσιεύουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | δημοσιεύσω | δημοσίευσα | θα δημοσιεύσω | να δημοσιεύσω | |
| 2s | δημοσιεύσεις | δημοσίευσες | θα δημοσιεύσεις | να δημοσιεύσεις | δημοσίευσε |
| 3s | δημοσιεύσει | δημοσίευσε | θα δημοσιεύσει | να δημοσιεύσει | |
| 1p | δημοσιεύσουμε, δημοσιεύσομε | δημοσιεύσαμε | θα δημοσιεύσουμε, δημοσιεύσομε | να δημοσιεύσουμε, δημοσιεύσομε | |
| 2p | δημοσιεύσετε | δημοσιεύσατε | θα δημοσιεύσετε | να δημοσιεύσετε | δημοσιεύστε, δημοσιεύσετε |
| 3p | δημοσιεύσουν, δημοσιεύσουνε | δημοσίευσαν, δημοσιεύσαν, δημοσιεύσανε | θα δημοσιεύσουν, δημοσιεύσουνε | να δημοσιεύσουν, δημοσιεύσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω δημοσιεύσει | είχα δημοσιεύσει | θα έχω δημοσιεύσει | να έχω δημοσιεύσει | |
| 2s | έχεις δημοσιεύσει | είχες δημοσιεύσει | θα έχεις δημοσιεύσει | να έχεις δημοσιεύσει | έχε δημοσιευμένο |
| 3s | έχει δημοσιεύσει | είχε δημοσιεύσει | θα έχει δημοσιεύσει | να έχει δημοσιεύσει | |
| 1p | έχουμε δημοσιεύσει | είχαμε δημοσιεύσει | θα έχουμε δημοσιεύσει | να έχουμε δημοσιεύσει | |
| 2p | έχετε δημοσιεύσει | είχατε δημοσιεύσει | θα έχετε δημοσιεύσει | να έχετε δημοσιεύσει | έχετε δημοσιευμένο |
| 3p | έχουν δημοσιεύσει | είχαν δημοσιεύσει | θα έχουν δημοσιεύσει | να έχουν δημοσιεύσει | |
| Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δημοσιευμένο | ||||
| pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δημοσιευμένο | ||||
| future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δημοσιευμένο | ||||
| subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δημοσιευμένο | ||||
| Participle: | δημοσιεύοντας | Non-finite ‡ | δημοσιεύσει | 19, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: δήμος m (dímos, “municipality, community”)