Definify.com
Definition 2024
δημοσιογραφία
δημοσιογραφία
Greek
Noun
δημοσιογραφία • (dimosiografía) f (uncountable)
Declension
Declension of δημοσιογραφία (dimosiografía)
singular | |
---|---|
nominative | δημοσιογραφία |
genitive | δημοσιογραφίας |
accusative | δημοσιογραφία |
vocative | δημοσιογραφία |
External links
- δημοσιογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el