Definify.com

Definition 2024


δημόσιος

δημόσιος

Greek

Adjective

δημόσιος (dimósios) m (feminine δημόσια, neuter δημόσιο)

  1. public
    δημόσια υγεία (public health)
    δημόσιο συμφέρον (public interest)
    δημόσια ζωή (public life)
    δημόσια εικόνα (public image)
    δημόσια εμφάνιση (public appearance)

Declension

Related terms

see: δήμος m (dímos, municipality, the people)