Definify.com
Definition 2024
διάσταση
διάσταση
Greek
Noun
διάσταση • (diástasi) f (plural διαστάσεις)
- dimension (length, width, height)
- stretching, growth, increase
- separation
- astride (position when standing with legs apart sideways)
Declension
declension of διάσταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάσταση | διαστάσεις |
genitive | διάστασης / διαστάσεως | διαστάσεων |
accusative | διάσταση | διαστάσεις |
vocative | διάσταση | διαστάσεις |
Derived terms
- δύο διαστάσεων (dýo diastáseon, “of two dimensions”)
- λόγος διαστάσεων m (lógos diastáseon, “aspect ratio”)
- λόγος διάστασης m (lógos diástasis, “aspect ratio”)