Definify.com
Definition 2024
διάστημα
διάστημα
Greek
Noun
διάστημα • (diástima) n (plural διαστήματα)
- space, interval (intervening gap)
- interstellar space
- (music) interval
Declension
declension of διάστημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάστημα | διαστήματα |
genitive | διαστήματος | διαστημάτων |
accusative | διάστημα | διαστήματα |
vocative | διάστημα | διαστήματα |
Synonyms
- κενό n (kenó) (gap, interstellar space)