Definify.com
Definition 2024
διαγωνισμός
διαγωνισμός
Greek
Noun
διαγωνισμός • (diagonismós) m (plural διαγωνισμοί)
- competition
- competitive examination
- (colloquial) examination, exam, test
Declension
declension of διαγωνισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαγωνισμός | διαγωνισμοί |
genitive | διαγωνισμού | διαγωνισμών |
accusative | διαγωνισμό | διαγωνισμούς |
vocative | διαγωνισμέ | διαγωνισμοί |
Synonyms
- (examination): εξέταση f (exétasi)
Related terms
- διαγώνισμα n (diagónisma, “test, examination”)
- διαγωνίζομαι (diagonízomai, “to take an examination”)
- διαγωνιζόμενος m (diagonizómenos, “candidate, examinee, contestant”)
- διαγωνιζόμενη f (diagonizómeni, “candidate, examinee, contestant”)