Definify.com
Definition 2024
διαγωνίζομαι
διαγωνίζομαι
Greek
Verb
διαγωνίζομαι • (diagonízomai) (simple past διαγωνίστηκα, deponent)
- to compete
Conjugation
διαγωνίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | διαγωνίζομαι | θα διαγωνίζομαι | διαγωνιζόμουν, διαγωνιζόμουνα |
2nd person | διαγωνίζεσαι | θα διαγωνίζεσαι | διαγωνιζόσουν, διαγωνιζόσουνα | |
3rd person | διαγωνίζεται | θα διαγωνίζεται | διαγωνιζόταν, διαγωνιζότανε | |
1st person | pl | διαγωνιζόμαστε | θα διαγωνιζόμαστε | διαγωνιζόμασταν, διαγωνιζόμαστε2 |
2nd person | διαγωνίζεστε, διαγωνιζόσαστε1 | θα διαγωνίζεστε, διαγωνιζόσαστε1 | διαγωνιζόσασταν, διαγωνιζόσαστε2 | |
3rd person | διαγωνίζονται | θα διαγωνίζονται | διαγωνίζονταν, διαγωνιζόντανε, διαγωνιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | διαγωνιστώ | θα διαγωνιστώ | διαγωνίστηκα |
2nd person | διαγωνιστείς | θα διαγωνιστείς | διαγωνίστηκες | |
3rd person | διαγωνιστεί | θα διαγωνιστεί | διαγωνίστηκε | |
1st person | pl | διαγωνιστούμε | θα διαγωνιστούμε | διαγωνιστήκαμε |
2nd person | διαγωνιστείτε | θα διαγωνιστείτε | διαγωνιστήκατε | |
3rd person | διαγωνιστούν, διαγωνιστούνε | θα διαγωνιστούν, θα διαγωνιστούνε | διαγωνίστηκαν, διαγωνιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | διαγωνίσου | |
2nd person | pl | —3 | διαγωνιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω διαγωνιστεί, έχεις διαγωνιστεί έχει διαγωνιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω διαγωνιστεί, θα έχεις διαγωνιστεί, θα έχει διαγωνιστεί, … | |||
Past perfect | είχα διαγωνιστεί, είχες διαγωνιστεί, είχε διαγωνιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||
Related terms
- see: διαγωνισμός m (diagonismós, “competition, examination”)