Definify.com

Definition 2024


διαδηλώνομαι

διαδηλώνομαι

Greek

Verb

διαδηλώνομαι (diadilónomai) (simple past διαδηλώθηκα, active form διαδηλώνω)

  1. passive of διαδηλώνω (diadilóno)

Conjugation

Related terms