Definify.com
Definition 2024
διαδηλώνομαι
διαδηλώνομαι
Greek
Verb
διαδηλώνομαι • (diadilónomai) (simple past διαδηλώθηκα, active form διαδηλώνω)
- passive of διαδηλώνω (diadilóno)
Conjugation
διαδηλώνομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | διαδηλώνομαι | θα διαδηλώνομαι | διαδηλωνόμουν, διαδηλωνόμουνα |
2nd person | διαδηλώνεσαι | θα διαδηλώνεσαι | διαδηλωνόσουν, διαδηλωνόσουνα | |
3rd person | διαδηλώνεται | θα διαδηλώνεται | διαδηλωνόταν, διαδηλωνότανε | |
1st person | pl | διαδηλωνόμαστε | θα διαδηλωνόμαστε | διαδηλωνόμασταν, διαδηλωνόμαστε2 |
2nd person | διαδηλώνεστε, διαδηλωνόσαστε1 | θα διαδηλώνεστε, διαδηλωνόσαστε1 | διαδηλωνόσασταν, διαδηλωνόσαστε2 | |
3rd person | διαδηλώνονται | θα διαδηλώνονται | διαδηλώνονταν, διαδηλωνόντανε, διαδηλωνόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | διαδηλωθώ | θα διαδηλωθώ | διαδηλώθηκα |
2nd person | διαδηλωθείς | θα διαδηλωθείς | διαδηλώθηκες | |
3rd person | διαδηλωθεί | θα διαδηλωθεί | διαδηλώθηκε | |
1st person | pl | διαδηλωθούμε | θα διαδηλωθούμε | διαδηλωθήκαμε |
2nd person | διαδηλωθείτε | θα διαδηλωθείτε | διαδηλωθήκατε | |
3rd person | διαδηλωθούν, διαδηλωθούνε | θα διαδηλωθούν, θα διαδηλωθούνε | διαδηλώθηκαν, διαδηλωθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | διαδηλώσου | |
2nd person | pl | —3 | διαδηλωθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω διαδηλωθεί, έχεις διαδηλωθεί έχει διαδηλωθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω διαδηλωθεί, θα έχεις διαδηλωθεί, θα έχει διαδηλωθεί, … | |||
Past perfect | είχα διαδηλωθεί, είχες διαδηλωθεί, είχε διαδηλωθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||
Related terms
- see: διαδήλωση f (diadílosi, “demonstration”)