Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
διαδικτύου
διαδικτύου
See also:
διαδίκτυου
Greek
Noun
διαδικτύου
•
(
diadiktýou
)
n
Genitive
singular
form of
διαδίκτυο
(
diadíktyo
)
.
Similar Results