Definify.com
Definition 2025
διαιτητική
διαιτητική
Greek
Noun
διαιτητική • (diaititikí) f (plural διαιτητικές)
Declension
declension of διαιτητική
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | διαιτητική | διαιτητικές | 
| genitive | διαιτητικής | διαιτητικών | 
| accusative | διαιτητική | διαιτητικές | 
| vocative | διαιτητική | διαιτητικές | 
Related terms
- see: δίαιτα f (díaita, “diet”)