Definify.com
Definition 2024
διαιτολόγιο
διαιτολόγιο
Greek
Noun
διαιτολόγιο • (diaitológio) n
Declension
declension of διαιτολόγιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαιτολόγιο | διαιτολόγια |
genitive | διαιτολογίου | διαιτολογίων |
accusative | διαιτολόγιο | διαιτολόγια |
vocative | διαιτολόγιο | διαιτολόγια |
Related terms
- see: δίαιτα f (díaita, “diet”)