Definify.com
Definition 2024
διαμέρισμα
διαμέρισμα
Greek
Noun
διαμέρισμα • (diamérisma) n (plural διαμερίσματα)
Declension
declension of διαμέρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαμέρισμα | διαμερίσματα |
genitive | διαμερίσματος | διαμερισμάτων |
accusative | διαμέρισμα | διαμερίσματα |
vocative | διαμέρισμα | διαμερίσματα |