Definify.com
Definition 2025
διαμέρισμα
διαμέρισμα
Greek
Noun
διαμέρισμα • (diamérisma) n (plural διαμερίσματα)
Declension
declension of διαμέρισμα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | διαμέρισμα | διαμερίσματα |
| genitive | διαμερίσματος | διαμερισμάτων |
| accusative | διαμέρισμα | διαμερίσματα |
| vocative | διαμέρισμα | διαμερίσματα |