Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
διαμερίσματα
διαμερίσματα
Greek
Noun
διαμερίσματα
•
(
diamerísmata
)
n
Nominative
,
accusative
and
vocative
plural
form of
διαμέρισμα
(
diamérisma
)
.
Similar Results