Definify.com

Definition 2024


διαπλανητική

διαπλανητική

Greek

Adjective

διαπλανητική (diaplanitikí)

  1. Nominative feminine singular form of διαπλανητικός (diaplanitikós).
  2. Accusative feminine singular form of διαπλανητικός (diaplanitikós).
  3. Vocative feminine singular form of διαπλανητικός (diaplanitikós).