Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


διαπλανητικός

διαπλανητικός

Greek

Adjective

διαπλανητικός • ‎(diaplanitikós) m ‎(feminine διαπλανητική, neuter διαπλανητικό)

  1. (astronomy) interplanetary

Declension

positive forms of διαπλανητικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαπλανητικός διαπλανητική διαπλανητικό διαπλανητικοί διαπλανητικές διαπλανητικά
genitive διαπλανητικού διαπλανητικής διαπλανητικού διαπλανητικών διαπλανητικών διαπλανητικών
accusative διαπλανητικό διαπλανητική διαπλανητικό διαπλανητικούς διαπλανητικές διαπλανητικά
vocative διαπλανητικέ διαπλανητική διαπλανητικό διαπλανητικοί διαπλανητικές διαπλανητικά

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms