Definify.com
Definition 2024
διασκέδαση
διασκέδαση
Greek
Noun
διασκέδαση • (diaskédasi) f (plural διασκεδάσεις)
- amusement, entertainment
- diversion (an activity that distracts the mind)
Declension
declension of διασκέδαση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διασκέδαση | διασκεδάσεις |
genitive | διασκέδασης / διασκεδάσεως | διασκεδάσεων |
accusative | διασκέδαση | διασκεδάσεις |
vocative | διασκέδαση | διασκεδάσεις |
Related terms
- διασκεδάζω (diaskedázo, “to entertain, to amuse oneself”)
- διασκεδάστρια f (diaskedástria, “entertainer”)
- διασκεδαστής m (diaskedastís, “entertainer”)
- διασκεδαστικός (diaskedastikós, “funny, entertaining”)