Definify.com
Definition 2024
διασκεδάστρια
διασκεδάστρια
Greek
Noun
διασκεδάστρια • (diaskedástria) f (plural διασκεδάστριες, masculine διασκεδαστής)
Declension
declension of διασκεδάστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διασκεδάστρια | διασκεδάστριες |
genitive | διασκεδάστριας | διασκεδαστριών |
accusative | διασκεδάστρια | διασκεδάστριες |
vocative | διασκεδάστρια | διασκεδάστριες |
Related terms
- see: διασκέδαση f (diaskédasi, “pleasure, fun”)