Definify.com
Definition 2024
διασύνδεση
διασύνδεση
Greek
Noun
διασύνδεση • (diasýndesi) f (plural διασυνδέσεις)
Declension
declension of διασύνδεση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διασύνδεση | διασυνδέσεις |
genitive | διασύνδεσης / διασυνδέσεως | διασυνδέσεων |
accusative | διασύνδεση | διασυνδέσεις |
vocative | διασύνδεση | διασυνδέσεις |
Synonyms
- (interface): διεπαφή f (diepafí)
- (interface): διεπιφάνεια f (diepifáneia)